Η βέλτιστη θεραπευτική προσέγγιση του καρκίνου του μαστού απαιτεί συντονισμό από διεπιστημονική ομάδα, με πολλαπλές θεραπείες κατάλληλα συνδυασμένες. Το πρώτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία είναι η ιστολογική διάγνωση μετά από προεγχειρητικη βιοψία της ύποπτης βλάβης.
Παραδοσιακά, η ανοικτή χειρουργική βιοψία που πραγματοποιούταν στο χειρουργείο ήταν το κύριο μέσο διάγνωσης.
Τα μειονεκτήματα της ανοιχτής βιοψίας σε σύγκριση με τη μη χειρουργική διαδερμική βιοψία είναι η μεγαλύτερη νοσηρότητα της ασθενούς, οι περισσότερες επιπλοκές του τραύματος και ο μεγαλύτερος χρόνος ανάρρωσης.
Επιπλέον η διαδερμική βιοψία με βελόνα που πραγματοποιείται προεγχειρητικά έχει το πλεονέκτημα της πιθανής αποφυγής μιας χειρουργικής επέμβασης σε περίπτωση καλοήθους όγκου και σε περίπτωση κακοήθειας, μπορεί να παρέχει προεγχειρητική διάγνωση για να διευκολύνει τον σχεδιασμό της θεραπευτικής στρατηγικής.
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι χειρουργοί μαστού είναι πιθανότερο να έχουν καθαρά χειρουργικά όρια κατά την εκτομή του όγκου του μαστού όταν υπάρχει εκ των προτέρων προεγχειρητικη διάγνωση.
Έχει φανεί επίσης ότι η προεγχειρητικη διάγνωση μειώνει το χρονικό διάστημα μεταξύ του χειρουργείου και της έναρξης οποιασδήποτε επικουρικής θεραπείας κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για τον ασθενή.
Επιπλέον, επιτρέπεται στον χειρουργό να προγραμματίσει την αφαίρεση του όγκου μαζί με τη χειρουργική σταδιοποίησης της μασχάλης. Χωρίς αυτή την προεγχειρητική γνώση, οι ασθενείς μπορεί να χρειαστεί να επιστρέψουν στο χειρουργείο για δεύτερη χειρουργική επέμβαση βιοψίας φρουρού λεμφαδένα αν το πρώτο χειρουργείο δείξει κακοήθεια.
Έχοντας εκ των προτέρων γνώση για τη διάγνωση τους, επιτρέπεται στους ασθενείς να συμμετέχουν περισσότερο στη λήψη αποφάσεων πριν από την έναρξη των θεραπειών τους όπως και να ενημερωθούν για τις δυνατότητες πιθανής αποκατάστασης του μαστού.
Υπάρχει η δυνατότητα τροποποίησης του θεραπευτικού αλγορίθμου με την έναρξη χημειοθεραπείας προ του χειρουργείου, αν ενδείκνυται, μετά από διεπιστημονικό ογκολογικό συμβούλιο αλλά και τη συνδρομή άλλων κλάδων στη βέλτιστη συμβουλευτική όπως η γενετική και η αναπαραγωγική ενδοκρινολογία.
Η επικουρική ή μετεγχειρητική συστηματική θεραπεία είναι βασική θεραπεία για τον πρώιμο καρκίνο μαστού. Ο όρος «νεοεπικουρική» αναφέρεται στη χρήση συστηματικής θεραπείας πριν από τη χειρουργική επέμβαση. Η νεοεπικουρική θεραπεία χρησιμοποιήθηκε αρχικά στον καρκίνο του μαστού για τη θεραπεία της ανεγχείρητης τοπικά προχωρημένης νόσου. Πια, ο ρόλος της νεοεπικουρικής θεραπείας σε ασθενείς με χειρουργήσιμο καρκίνο του μαστού έχει μελετηθεί εκτενώς.
Η νεοεπικουρική (προεγχειρητική) προσέγγιση του καρκίνου του μαστού έχει καθιερωθεί ως θεραπευτική επιλογή για ορισμένους επιθετικούς τύπους καρκίνου πάνω από 2 εκατοστά και για την τοπικά προχωρημένη (συμπεριλαμβανομένης της αρχικά μη εξαιρέσιμης) νόσο. Η χρήση της νεοεπικουρικής θεραπείας έχει πολλαπλά κλινικά πλεονεκτήματα. Για ασθενείς με μεγαλύτερους όγκους, η χρήση νεοεπικουρικής θεραπείας μπορεί να μειώσει το μέγεθος του όγκου, καθιστώντας τον ασθενή υποψήφιο για χειρουργική εκτομή ή, σε ορισμένους ασθενείς, υποψήφιο για χειρουργική επέμβαση διατήρησης του μαστού αντί για μαστεκτομή.
Επειδή ο πρωτοπαθής όγκος παραμένει άθικτος κατά τη διάρκεια της θεραπείας, η νεοεπικουρική προσέγγιση επιτρέπει την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία και τη διακοπή της αναποτελεσματικής θεραπείας εάν η νόσος εξελιχθεί, απαλλάσσοντας τον ασθενή από μια δυνητικά τοξική θεραπεία.
Τέλος, μεταξύ ασθενών με όγκους αρνητικούς σε υποδοχείς οιστρογόνων (ER), έχει φανεί από μελέτες ότι μια υποομάδα εμφανίζει πλήρη ανταπόκριση στη θεραπεία (πλήρης παθολογοανατομική ανταπόκριση, pCR) τη στιγμή της χειρουργικής εκτομής και αυτοί οι ασθενείς έχουν σημαντικό πλεονέκτημα επιβίωσης έναντι άλλων ασθενών με υπολειπόμενη νόσο.
Επιπλέον, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η έγκαιρη χημειοθεραπεία (νεοεπικουρική) μπορεί να εξαλείψει την μικρομεταστατική νόσο και να μειώσει την πιθανότητα μεταστατικής νόσου αργότερα στην πορεία της ασθενούς.
Συμπερασματικά, η προεγχειρητικη διάγνωση με διαδερμική βιοψία έχει πολλαπλά οφέλη για τον ασθενή. Επιτρέπει τη διεπιστημονική προσέγγιση στα πλαίσια ογκολογικού συμβουλίου, βελτιώνει την ποιότητα της χειρουργικής επέμβασης, μειώνει τα ποσοστά θετικών ορίων εκτομής, μειώνει τον συνολικό αριθμό χειρουργικών επεμβάσεων και επιτρέπει την εφαρμογή νεοεπικουρικής χημειοθεραπείας όταν αυτή έχει ένδειξη (με όλα τα πλεονεκτήματα που προαναφέρθηκαν).
Συνεπώς είναι ξεκάθαρο ότι η προεγχειρητικη διάγνωση με διαδερμική βιοψία του μαστού αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την επιβίωση, την θεραπεία και την ποιότητα ζωής του ασθενούς με καρκίνο μαστού.